Πέτρος Κράχτης
Ιατρός Κλασικής Ομοιοπαθητικής – Ρευματολόγος
Η οστεοπόρωση είναι η πιο κοινή νόσος των οστών στους ανθρώπους και αποτελεί μείζονα απειλή για την υγεία των γυναικών μετά την εμμηνόπαυση.
Κάθε χρόνο στις Η.Π.Α. συμβαίνουν περίπου 1.5 εκατομμύριο οστεοπορωτικά κατάγματα από τα οποία τα 250.000 αφορούν κατάγματα του ισχίου.
20% των γυναικών με κατάγματα ισχίου πεθαίνουν από επιπλοκές μέσα σε περίπου ένα χρόνο. Ένα επί πλέον 25% απαιτεί μακρόχρονη νοσηλεία και αποκατάσταση.
Τα σπονδυλικά κατάγματα του θώρακα και της οσφυικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, προκαλούν επίμονο βασανιστικό πόνο, απώλεια ύψους και έντονη κύφωση ή παραμορφώσεις της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, οδηγώντας σε περιορισμό του εύρους των κινήσεων, αλλαγή στη στάση του σώματος, περιορισμό της αναπνευστικής λειτουργίας και πιθανές πεπτικές διαταραχές.
Σε μια ολιστική θεώρηση δεν μπορούμε να παραβλέψουμε καταστάσεις όπως η κατάθλιψη, τοάγχος, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η απώλεια δοντιών που είναι δυνατό να συνοδεύουν την οστεοπόρωση σε κάποιες κατηγορίες γυναικών.
Η οστεοπόρωση είναι μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική μάζα και /ή κακή «ποιότητα» οστού. Οδηγεί σε αυξημένη οστική ευθραυστότητα και κατά συνέπεια σε αυξημένο κίνδυνο κατάγματος.
Η μειωμένη οστική μάζα υπολογίζεται σα μειωμένη οστική πυκνότητα (BMD). Φαίνεται όμως ότι πρόκειται για διαταραχή που αφορά εκτός από την μειωμένη οστική πυκνότητα και περιορισμό της δύναμης του οστού. Οι παράγοντες που καθορίζουν τη δύναμη είναι η μάζα, η γεωμετρία, η μικροαρχιτεκτονική, οι εγγενείς υλικές ιδιότητες και η οστική ανακατασκευή.
Όταν μιλάμε για ανακατασκευή του οστού εννοούμε ότι σε όλη τη διάρκεια της ζωής ενός οργανισμού, συμβαίνει μια παράλληλη διαδικασία: οστική αποδόμηση-καταστροφή- απορρόφηση οστού και παράλληλα σχηματισμός νέου οστού.
Η οστική αποδόμηση γίνεται από τουςοστεοκλάστες που παράγουν ένζυμα που διασπούν τα δομικά συστατικά του οστού. Στον αντίποδα, οι οστεοβλάστες, παράγουν νέα δομικά συστατικά και στη συνέχεια ελέγχουν την εναπόθεση του μεταλλικού στοιχείου που προσδίδει στο οστούν τη χαρακτηριστική του σταθερότητα. Η φυσιολογική οστική ανακατασκευή αφορά μια ισορροπία ανάμεσα στη συνεχή οστική καταστροφή από τη μια και το συνεχή σχηματισμού νέου οστού από την άλλη.
Όταν ο ρυθμός καταστροφής του οστού ξεπερνά το ρυθμό της επανακατασκευής του, τότε το αποτέλεσμα είναι η οστεοπόρωση.
Η οστική μάζα αυξάνει γοργά στη παιδική ηλικία, συνεχίζει δε να αυξάνει έστω και με μειωμένους ρυθμούς μέχρι τη δεκαετία των 20. Στις γυναίκες, η διαδικασία της «οριστικής» δόμησης του οστού ολοκληρώνεται νωρίτερα κάπου στα 17-18 έτη.
Η μέγιστη οστική μάζα παρατηρείται περί τα 28 έτη και στη συνέχει αρχίζει μια σταδιακή απώλεια 0.4% οστού κατ΄έτος, στον αυχένα του μηριαίου.
Μετά την εμμηνόπαυση ο ρυθμός απώλειας αυξάνεται σε 2% κατ΄έτος για τα πρώτα 5-10 έτη.
Η απώλεια οστικής μάζας συνεχίζεται και σε γυναίκες άνω των 70 ετών, με πολύ πιο χαμηλούς ρυθμούς.
Υπάρχουν πολλές κατηγορίες οστεοπόρωσης. Εμείς εδώ θα περιοριστούμε στη συνηθέστερη μορφή που είναι ημετά την εμμηνόπαυση οστεοπόρωση.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (Π.Ο.Υ.) όρισε την μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση χρησιμοποιώντας το κριτήριο της χαμηλής οστικής μάζας.
Χρησιμοποιώντας ορισμένους στατιστικούς δείκτες (Τ score) σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα μιας ειδικής τεχνικής μέτρησης, της Διπλής ΦωτονιακήςΑπορροφησιομέτρησης (DEXA), όρισε ότι όταν:
Τ> -1.0 έχουμε φυσιολογική οστική πυκνότητα
Τ> -2.5 αλλά <-1.0 έχουμε οστεοπενία
Τ< -2.5 έχουμε οστεοπόρωση