20 Απρ Η Ομοιοπαθητική πρόγνωση και η σημασία της στη Κλινική Πράξη
Όσοι ασχολούνται με τη Κλασική Ομοιοπαθητική, γνωρίζουν καλά ότι πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο διαγνωστικό και θεραπευτικό σύστημα ιατρικής σκέψης, που βασίζεται σε σαφείς Αρχές και Νόμους.
Πρόθεσή μου εδώ, δεν είναι να επαναλάβω τα σχετικά με τα παραπάνω θέματα, αφού οι συνέπειες της ορθής εφαρμογής τους, αποτελούν ήδη πιστοποιημένη εμπειρία εντυπωσιακών θεραπειών για χιλιάδες ασθενείς και ομοιοπαθητικούς σε όλο τον κόσμο.
Σκοπός μου είναι να συμβάλλω στην εξέταση ενός τομέα που αφορά την εφαρμογή της Κλασικής Ομοιοπαθητικής στη κλινική πράξη και που συνδέεται με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε στην αξιολόγηση των κλινικών περιπτώσεων των ασθενών μας.
Αναφέρομαι, γενικά μιλώντας, στη διατύπωση της ομοιοπαθητικής πρόγνωσης.
Όταν στην ιατρική μιλάμε γενικά για πρόγνωση μιας διαταραχής ή ενός νοσήματος, εννοούμε την πιθανή έκβαση που θα έχει η κατάσταση αυτή. Στη συμβατική ιατρική, στη διατύπωση της πρόγνωσης μεγάλο ρόλο παίζει η υπάρχουσα πληροφόρηση που υπάρχει σχετικά με στατιστικά μεγέθη, που αφορούν διάφορες παραμέτρους, επιδημιολογικές και διαγνωστικές. Η σημασία αυτής της αξιολόγησης δεν είναι αμελητέα και για μας τους Κλασικούς Ομοιοπαθητικούς. Είναι σημαντικό να την λάβουμε υπόψη, έστω και αν δεν θα βασίσουμε αποκλειστικά σε αυτά τα στατιστικά και επιδημιολογικά δεδομένα τη δική μας αξιολόγηση.
Είναι γνωστό ότι η Κλασική Ομοιοπαθητική είναι η καταλληλότερη διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση για το χειρισμό συστημάτων με υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας όπως είναι τα έμβια συστήματα και ακόμα πιο συγκεκριμένα ο ανθρώπινος οργανισμός.
Για να προσεγγίσουμε διαγνωστικά το πολύπλοκο ενεργειακό σύμπλεγμα του ανθρώπινου όντος, οι Κλασικοί Ομοιοπαθητικοί, ανέπτυξαν μια αναλυτική και εξαιρετικά λεπτομερειακή μέθοδο εξέτασης, που ονομάζουμε «ομοιοπαθητικό ιστορικό».
Όταν ολοκληρωθεί η ομοιοπαθητική αυτή εξέταση, προχωράμε στην ανάλυση των συγκεντρωμένων πληροφοριών.
Η ανάλυση αυτή, σα θεμελιώδη συστατικά της στοιχεία, περιλαμβάνει:
- Την ομοιοπαθητική πρόγνωση.
- Την αναζήτηση χαρακτηριστικών συμπτωμάτων όπου θα βασίσουμε την επιλογή του ενδεικνυόμενου φαρμάκου.
- Την επιλογή της κατάλληλης στρατηγικής ώστε να επιλέξουμε το ενδεικνυόμενο φάρμακο.
- Τη διαφορική διάγνωση μεταξύ των πιθανότερων φαρμάκων.
- Την επιλογή της κατάλληλης δόσης και δυναμοποίησης.
Βλέπουμε λοιπόν το κεντρικό ρόλο της ομοιοπαθητικής πρόγνωσης στην ανάλυση κάθε ξεχωριστής περίπτωσης ασθενών μας είτε αφορά οξέα, πολύ δε περισσότερο χρόνια προβλήματα υγείας.
Με τον όρο ομοιοπαθητική πρόγνωση εννοούμε την σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο βάθος κατανόηση του αντιδραστικού-αμυντικού μηχανισμού του οργανισμού και το γενικό επίπεδο της υγείας του.
Ο αντιδραστικός-αμυντικός μηχανισμός του οργανισμού, αποτελεί αντικείμενο μελέτης της επιστήμης της ψυχο-νευρο-ενδοκρινο-ανοσολογίας.
Εξωτερικεύεται σα κεντρικό και περιφερικό νευρικό σύστημα, ορθοσυμπαθητικό και παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, κυκλοφορικό σύστημα συμπεριλαμβανομένου του δικτύου των τριχοειδών αγγείων, λεμφικό σύστημα, ενδοκρινικό σύστημα, σα σύστημα της μεσοκυττάριας ουσίας και των συναφών με αυτή κυττάρων και σαν ανοσοποιητικό σύστημα.
Ο στόχος της ομοιοπαθητικής πρόγνωσης είναι να αξιολογήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης του ασθενή που έχουμε μπροστά μας , τον οποίο και καλούμαστε να θεραπεύσουμε.
- Τη φύση της παθολογικής διαταραχής. Απαιτείται γνώση παθοφυσιολογίας και παθολογικής ανατομικής. Για παράδειγμα: είναι διαφορετικό να θεραπεύουμε κοινή αιμορροϊδοπάθεια και άλλο αιμοροϊδες σαν επιπλοκή υποκείμενου καρκίνου του ορθού. Ή άλλο: μια οσφυαλγία πιθανό να οφείλεται σε κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου αλλά πιθανό να οφείλεται και σε αντανακλαστικό πόνο λόγω προστατίτιδας, ή ακόμα σε πολλαπλούνμυέλωμα.
- Τη σοβαρότητα της υποκείμενης διαταραχήςκατά την έναρξη της θεραπείας. Για παράδειγμα, είναι διαφορετικό, σε θεραπεία οστεοαρθρίτιδας του ισχίου, να πρόκειται για βλάβη 1ου σταδίου από βλάβη 4ου σταδίου. Είναι προφανές ότι η πρόγνωση γίνεται πολύ δυσμενέστερη στη δεύτερη περίπτωση.
- Τη διάκριση των υπαρχόντων συμπτωμάτων σε σωματικά/συγκινησιακά /νοητικά. Πρόκειται για εξαιρετικής κλινικής σημασίας σημείο. Είναι τελείως διαφορετική η πρόγνωση μιας έστω χρόνιας κεφαλαλγίας ενός ατόμου ισορροπημένου ψυχονοητικά, από ενός άλλου ατόμου που εκτός από τον πονοκέφαλο πάσχει από χρόνια κατάθλιψη, μέτρια προς σοβαρή.
- Τον εντοπισμό του κέντρου βάρους της διαταραχής, το συνυπολογισμό των επιπέδων ιεραρχίας όπως δομούνται στοενεργειακό σύμπλεγμα του ανθρώπινου σώματος(Βυθούλκας 1980). Στη προηγούμενη περίπτωση, δυνατόν ο ασθενής να προσέρχεται σε μας για το πονοκέφαλό του, όμως το κέντρο βάρους της διαταραχής του να είναι στο συγκινησιακό και όχι στο σωματικό επίπεδο, αφού έχει και σοβαρή ενεργό κατάθλιψη. Επομένως πάσχει σε βαθύτερο επίπεδο του οργανισμού του και αυτό καθορίζει και την ομοιοπαθητική πρόγνωσή του.
- Το ατομικό και το οικογενειακό ιατρικό ιστορικό.
- Το βαθμό ευαισθησίας του ασθενή σε εξωτερικά ερεθίσματα.
- Το βαθμό περιορισμού της ελευθερίας στη καθημερινή ζωή του ατόμου προς θεραπεία.
- Το βαθμό «καθαρότητας» της «εικόνας» του ενδεικνυόμενου ομοιοπαθητικού φαρμάκου.
Το ατομικό ιστορικό αφορά τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με οξέα νοσήματα που παρουσίασε το άτομο στο παρελθόν, αν σε κάποιο από αυτά δημιουργήθηκε κάποια λίγο-πολύ μόνιμη επιβάρυνση στον οργανισμό, αν εφαρμόστηκαν «καταπιεστικές» θεραπείες, κ.λ.π.
Μας βοηθά να καθορίσουμε το επίπεδο υγείας του ατόμου τη χρονική στιγμή που καλούμαστε να το θεραπεύσουμε, χρησιμοποιούμε δε για αυτό σα βασικό κριτήριο την εμφάνιση ή εξαφάνιση της ευαισθησίας του οργανισμού σε οξέα νοσήματα με εκδήλωση υψηλού πυρετού.
Διακρίνουμε λοιπόν συμβατικά, τέσσερις μεγάλες ομάδες ασθενών, σύμφωνα με το παραπάνω κριτήριο (Βυθούλκας 2010).
- Ομάδα Α (επίπεδα 1-3): ασθενείς ευαίσθητοι σε οξέα νοσήματα, με υψηλό πυρετό κάθε ένα με τρία χρόνια. Έχουν τη καλύτερη πρόγνωση.
- Ομάδα Β ( επίπεδα 4-6): ασθενείς με σημαντικού βαθμού ανεπάρκεια του αμυντικού μηχανισμού που οδηγεί σε συχνά υποτροπιάζοντα οξέα νοσήματα που σταδιακά γίνονται όλο και σοβαρότερα.
- Ομάδα Γ (επίπεδα 7-9): ασθενείς με πολύ εξασθενημένο αμυντικό μηχανισμό, ανίκανο να αναπτύξει οξέα νοσήματα με υψηλό πυρετό. Χρόνια νοσήματα. Έχουν δυσμενή πρόγνωση.
- Ομάδα Δ (επίπεδα 10-12): ανίατες περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται κυρίως ανακουφιστικά με την ομοιοπαθητική.
Στο ατομικό ιστορικό εξετάζονται επίσης παράγοντες αιτιολογικοί, που δυνητικά μπορεί είτε να προκαλούν, είτε και αυτό είναι το σημαντικότερο να διατηρούν μια νοσηρή διεργασία. Αυτοί συνήθως αφορούν ( vanWoensel 2014):
- Τον τρόπο ζωής (Χάνεμαν, Όργανο, παράγραφοι 259,260, 261)
- Τραύματα (σωματικά, συναισθηματικά, νοητικά)
- Καταπιεστικές θεραπείες-εμβολιασμούς
- Οξείες λοιμώδεις ασθένειες
Από αυτούς τους παράγοντες, εκείνος που αφορά τις καθημερινές συνήθειες είναι μεν ο απλούστερος αλλά και ταυτόχρονα ο δυσκολότερος να απομακρυνθεί. Είναι εύκολο να εντοπιστούν καθημερινές βλαβερές συνήθειες, αλλά πολύ δύσκολο να αλλάξουν. Σε αυτές περιλαμβάνονται:
- Λαθεμένες συνήθειες φαγητού-δίαιτας
- Καταχρήσεις αλκοόλ, καπνού
- Χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών
- Ανεπαρκής έκθεση σε καθαρό αέρα /ηλιακή ακτινοβολία
- Ανεπαρκής άσκηση/ έλλειψη κίνησης
- Κατάχρηση διεγερτικών ουσιών πχ καφέ
Στη σύγχρονη εποχή, με τη τεράστια οικολογική επιβάρυνση του περιβάλλοντος, υπάρχουν επί πλέον πάμπολλοι περιβαλλοντικοί αιτιολογικοί παράγοντες που προκαλούν ή συντηρούν μια νοσηρή διεργασία και κάνουν δυσμενέστερη την ομοιοπαθητικοί πρόγνωση. Τέτοιοι είναι επιβαρύνσεις από:
Βαρέα μέταλλα, Χημικά τροφών, Φυτοφάρμακα, Αλλεργιογόνα, Γεωπαθητικό στρες, Ηλεκτρομαγνητικά πεδία, Τροφικές δυσανεξίες.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες επιβαρύνουν κυρίως το φυσικό σώμα του ατόμου, πάνω στο οποίο δρούνε και στη συνέχεια δευτεροπαθώς επιδρούν και στα λεπτοφυέστερα επίπεδα ύπαρξής του. Θα ήταν όμως παράληψή μας αν στους περιβαλλοντικούς παράγοντες δεν συμπεριλαμβάνουμε και τις δυσμενείς εργασιακές και οικογενειακές συνθήκες:
Γίνεται εύκολα κατανοητό και αποτελεί καθημερινή εμπειρία όλων των θεραπευτών Κλασικής Ομοιοπαθητικής, ότι ένας ασθενής που δεν είναι ικανοποιημένος από το αντικείμενο της εργασίας του, που νιώθει δυστυχισμένος στην εργασία του, που βρίσκεται σε σύγκρουση με άτομα του εργασιακού περιβάλλοντός του, με αποτέλεσμα να αναμοχλεύονται εντός του συνεχώς έντονα αρνητικά συναισθήματα, έχει μια πολύ επιφυλακτική πρόγνωση αναφορικά με την ανταπόκριση στην χορήγηση του ενδεικνυόμενου φαρμάκου.
Κάτι αντίστοιχο, αφορά δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις, ύπαρξη ενδο-οικογενειακής βίας, κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας μέλους της οικογένειας, απουσία αγάπης και κατανόησης, όλα βιωμένα με όρους αίσθησης αδιεξόδου και με συνεχή αναζωπύρωση και συντήρηση έντονα αρνητικών συναισθημάτων.
Τραύματα που δυνατόν να προκαλέσουν ή να συντηρήσουν μια νοσηρή διεργασία, διακρίνονται σε:Σωματικά ( π.χ.τραυματισμός στο κεφάλι)-Συναισθηματικά (χωρισμός/ διαζύγιο/ απώλεια αγαπημένου προσώπου) -Νοητικά (απογοήτευση σε θέματα πνευματικά/ κρίση προσωπικής ταυτότητας/κρίση υπαρξιακή).
Όλα τα παραπάνω συγκροτούν μέρος της εμπειρίας όλων των θεραπευτών της Κλασικής Ομοιοπαθητικής. Όλοι έχουμε παρατηρήσει καταστάσεις όπου το άτομο δεν είναι πια ποτέ καλά μετά από κάποιο ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, ή μετά από την απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου, ακόμα και να έχουν περάσει χρόνια από το συμβάν. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ψυχονοητική στάση των ασθενών αυτών είναι τέτοια που τείνουν να συντηρούν οι ίδιοι τις συνέπειες του παλαιού τραύματος μέσα τους. Είναι κατανοητό, ότι μια τέτοια στάση μετατρέπει σε πολύ δυσμενή την ομοιοπαθητική μας πρόγνωση.
Οι καταπιεστικές θεραπείες είναι δυνατό να συνιστούν ανεξάρτητο επιβαρυντικό αιτιολογικό παράγοντα. Με τον όρο αυτό εννοούμε τις φαρμακευτικές αυτές παρεμβάσεις όπου με κάποια θεραπεία, υποχωρεί ένα σύμπτωμα για να αντικατασταθεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα από άλλο σοβαρότερο.
Το πρόβλημα στις μέρες μας είναι πολύ σοβαρότερο από εκείνο που αντιμετώπιζαν οι ομοιοπαθητικοί ιατροί στις αρχές του αιώνα μας. Η σύγχρονη χημική φαρμακευτική βιομηχανία, με τα μέσα που διαθέτει η βιοτεχνολογία, είναι σε θέση να παρασκευάσει φάρμακα με στοχευμένη δράση σε συγκεκριμένους ιστούς, πολύ ισχυρά και κατά συνέπεια πολύ πιο «καταπιεστικά».
Το πρόβλημα με τους εμβολιασμούς αφορά την εξατομικευμένη ένδειξη εφαρμογής τους και την αποτελεσματικότητά τους. Αποτελεί κοινή εμπειρία και για τους συμβατικούς ιατρούς, η παρατήρηση εμφάνισης οξέων νοσημάτων μετά από εμβολιασμό, ενώ αποτελεί καταγραφή εμπειρίας των ανά τον κόσμο ομοιοπαθητικών θεραπευτών η συσχέτισή των εμβολιασμών με ανάπτυξη χρόνιων νοσημάτων. Πρόκειται γενικά για ένα αμφιλεγόμενο θέμα από πολλές απόψεις και απαιτείται πολύ έρευνα ακόμη ώστε να τεκμηριωθούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις. Για τους θεραπευτές της Κλασικής Ομοιοπαθητικής είναι πάντως σημαντικό να διερευνηθεί κάθε εμβολιασμός σα δυνητικός αιτιολογικός παράγοντας που πιθανό να κάνει δυσμενέστερη την ομοιοπαθητική πρόγνωση.
Σε ότι αφορά τη γενετική-κληρονομική προδιάθεση, όπως αυτή προκύπτει από πληροφορίες που συγκεντρώνουμε από το οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, μπορούμε να κάνουμε τις παρακάτω παρατηρήσεις:
Η πρόγνωση γίνεται δυσμενέστερη όταν η ίδια παθολογική κατάσταση εμφανίζεται και σε άλλα μέλη της οικογένειας. Για παράδειγμα, το άτομο πάσχει από έλκος στομάχου, από το οποίο πάσχουν επίσης ο πατέρας του, ο αδελφός του, ο θείος του και ο παππούς του.
Η κατάσταση υγείας των προγόνων μπορεί να δώσει σημαντική πληροφόρηση για το γενικό επίπεδο υγείας του ασθενή, συνυπολογίζοντας παθολογικές διαταραχές που δεν αφορούν την εξεταζόμενη παθολογική κατάσταση. Για παράδειγμα, ο ασθενής πάσχει από φλεγμονώδη σπονδυλαρθρίτιδα, ο πατέρας και ο θείος του από στεφανιαία νόσο σε νεαρή ηλικία και ο παππούς από σύφιλη και βλεννόρροια.
Η κατάσταση του αμυντικού μηχανισμού του ατόμου εξαρτάται από το επίπεδο υγείας των γονέων τη στιγμή της σύλληψης. Αν για παράδειγμα, η μητέρα που κυοφορεί, είχε στο πρόσφατο παρελθόν παρουσιάσει καρκίνο του μαστού για τον οποίο υποβλήθηκε σε χειρουργική αφαίρεση και αντινοθεραπεία, ή αν ο ένας ή και οι δύο γονείς είναι αλκοολικοί ή κάνουν χρήση ψυχοτρόπων ουσιών.
Οικογένειες με πολλά και σοβαρά παθολογικά προβλήματα, όπως καρκίνος, αυτοάνοσα νοσήματα, βαριά εκφυλιστικά νοσήματα, αλκοολισμός, βαριές ψυχιατρικές διαταραχές, συνιστούν συνθήκη δυσμενέστατης ομοιοπαθητικής πρόγνωσης.
Σοβαρά προβλήματα υγείας που ξεκινούν σε πολύ νεαρή ηλικία όπως για παράδειγμα νεανικός διαβήτης, ή νεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα, σηματοδοτούν επίσης δυσμενή ομοιοπαθητική πρόγνωση.
Οι σύγχρονοι κλασικοί ομοιοπαθητικοί αντιμετωπίζουν σε ολοένα μεγαλύτερη έκταση ένα πρόβλημα που είχε εντοπιστεί από τον ίδιο το Χάνεμαν στην εποχή του, αλλά τότε εκδηλώνονταν πολύ πιο περιορισμένα το πρόβλημα των υπερευαίσθητων ασθενών σε:
- Οσμές
- Ουσίες του περιβάλλοντος
- Λεπτοφυείς συγκινησιακές επιδράσεις
- Ορισμένες διανοητικές εντυπώσεις
Πρόκειται για καταστάσεις πολύ ιδιαίτερες, ατόμων που αντιδρούν με υπερβολικό τρόπο, συμπαρασύροντας ευρύτατα υποσυστήματα του αντιδραστικού τους μηχανισμού. Οι ασθενείς αυτοί είναι επιρρεπείς σε εύκολες υποτροπές σε κάθε θεραπεία, γεγονός που κάνει σαφώς δυσμενέστερη την ομοιοπαθητική πρόγνωση.
Ο βαθμός ελευθερίας έκφρασης του ατόμου στη καθημερινή του ζωή, θα πρέπει να αξιολογηθεί πολύ καλά από τον θεραπευτή της Κλασικής Ομοιοπαθητικής.
Άτομα με δυσκολία να ζήσουν χαρούμενη και δημιουργική ζωή, με χαμηλή αυτοεκτίμηση ή με έντονα συμπλέγματα κατωτερότητας, με δυσκολία διαχείρισης συναισθηματικών προβλημάτων, ή με δυσκολία επικοινωνίας. Άτομα κοινωνικά περιορισμένα και απομονωμένα, με στενότητα πνευματικών οριζόντων, αποτελούν ομάδα ασθενών που τοποθετούνται αρκετά χαμηλά στη κλίμακα της θεραπευτικής ανταπόκρισης από την άποψη της ομοιοπαθητικής πρόγνωσης.
Με την έννοια της «καθαρότητας του ομοιοπαθητικού φαρμάκου», εννοούμε την παρουσία ομάδας συμπτωμάτων που καθαρά αποτελούν ένδειξη για κάποιο συγκεκριμένο φάρμακο.
Αυτό υποδηλώνει τη παρουσία σχετικά δυνατού αμυντικού-αντιδραστικού μηχανισμού που εξακολουθεί να διαθέτει δομή και να λειτουργεί με τάξη.
Η ύπαρξη τέτοιας ομάδας χαρακτηριστικών συμπτωμάτων, συνιστούν λοιπόν στοιχείο ευνοϊκότατηςομοιοπαθητικής πρόγνωσης, που θα συνεκτιμηθεί με τους όλους τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν.
Στη πραγματικότητα, σχετικά με τη «καθαρότητα της εικόνας του φαρμάκου», η ομοιοπαθητική πρόγνωση μπορεί να γίνει ασφαλέστερα όταν αξιολογηθεί η αντίδραση του οργανισμού στο πρώτο χορηγούμενο φάρμακο, σύμφωνα με τις αρχές της Κλασικής Ομοιοπαθητικής, δηλαδή στη πρώτη επανεξέταση του ασθενή.
Μόνο με αυτό τον τρόπο εκτιμάται στη πράξη η κατάσταση του αμυντικού μηχανισμού και του γενικού επιπέδου υγείας του οργανισμού.
Τέλος, ένα πρόβλημα που προκύπτει όλο και πιο συχνά στις μέρες μας, είναι το πρόβλημα της ομοιοπαθητικής καταπίεσης (Βυθούλκας 1980, 2010).
Αυτό μπορεί να συμβεί σαν αποτέλεσμα είτε αμάθειας, είτε σκοπιμότητας, πάντα όμως με παραβίαση των Αρχών και Νόμων της Κλασικής Ομοιοπαθητικής.
Είναι αποτέλεσμα της χρήσης των συμπλόκων (complex) ομοιοπαθητικών φαρμάκωντης αυτό-αποκαλούμενης «μοντέρνας» – μη κλασικής ομοιοπαθητικής. Πρόκειται για δεκάδες φάρμακα, ακόμα και μέτριων δυναμοποιήσεων όπως π.χ. η 30CH, που χορηγούνται ταυτόχρονα στον ασθενή, με αλλοπαθητικό τρόπο σκέψης , δηλαδή σύμφωνα με διαγνωστικές ετικέτες νοσήματος και όχι σύμφωνα με τις εξατομικευμένες ανάγκες του κάθε ασθενή ξεχωριστά.
Το αποτέλεσμα είναι να υποχωρούν ορισμένα συμπτώματα για ένα χρονικό διάστημα, είτε προσωρινά, είτε για να αντικατασταθούν από άλλα νέα αργότερα, για τα οποία θα χορηγηθούν νέα σύμπλοκα φάρμακα, μέχρις ότου η ομοιοπαθητική καταπίεση ολοκληρωθεί και η κατάσταση μετατραπεί από δυνητικά ιάσιμη σε οριστικά ανίατη.
Είναι προφανές ότι μια τέτοιου είδους «ομοιοπαθητική θεραπεία» από τον ασθενή, θα αξιολογηθεί από τον προσεκτικό Κλασικό Ομοιοπαθητικό ως δυσμενέστατο στοιχείο από την άποψη της ομοιοπαθητικής πρόγνωσης.